- παραλλαγῆς
- παραλλαγήfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
κήπευση — η (Μ κήπευσις) [κηπεύω] η καλλιέργεια τού κήπου, η μεταβολή αγρού σε κήπο με ειδική καλλιέργεια νεοελλ. 1. η υλοτομία τών παλαιών ή μισόξερων δένδρων που αποβλέπει στην αραίωση ήμερου, καλλιεργούμενου δάσους 2. η καλλιέργεια άγριων φυτών σε κήπο… … Dictionary of Greek
καταβυθιστής — ο [καταβυθίζω] 1. αυτός που καταβυθίζει κάτι 2. θεολ. στον πληθ. οι Καταβυθιστές ονομασία οπαδών μιας παραλλαγής τής χριστιανικής αίρεσης τών Βαπτιστών ή Αναβαπτιστών η οποία αναπτύχθηκε ιδίως στη Γερμανία κατά τον 17ο αιώνα … Dictionary of Greek
λαχανόβλαστοι — οι κοινή ονομασία μιας παραλλαγής τού λαχάνου … Dictionary of Greek
λευκόλιθος — Ονομασία κολλοειδούς παραλλαγής του ορυκτού μαγνησίτης (ανθρακικό μαγνήσιο). Είναι χρώματος λευκού ή κιτρινόλευκου. Προέρχεται από τη χημική αποσάθρωση περιδοτιτικών πετρωμάτων, κατά την οποία, εκτός από λ., σχηματίζεται και σερπεντίνης. Στην… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
παρατηρητήριο — Ειδική θέση από την οποία παρακολουθούνται οι κινήσεις και οι δραστηριότητες του εχθρού. Π. χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές της μάχης και η τοποθεσία του ορίζεται από τον διοικητή. Όταν η επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το π. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
πασακάλια — Αυλικός χορός ισπανικής καταγωγής, του οποίου το όνομα προέρχεται από τις λέξεις pasar (περνώ) και calle (δρόμος). Από μουσική άποψη αποτελεί σύνθεση μιας σειράς παραλλαγών πάνω σε ένα έμμονο βάσιμο και είναι αρκετά όμοια με τη σακόν. Η π., που… … Dictionary of Greek
σαγκοΐνο — και σαγκουίνο, το, Ν 1. κοινή ονομασία μιας παραλλαγής τής πορτοκαλιάς η οποία χαρακτηρίζεται από την εύχυμη και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αιματόχροη σάρκα τού καρπού της 2. ο καρπός τής πορτοκαλιάς αυτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sanguin «αιματώδης»] … Dictionary of Greek
σολιψισμός — Ακραία μορφή του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Σύμφωνα με τον σ. αναμφισβήτητη πραγματικότητα είναι μόνο το σκεπτόμενο υποκείμενο και όλα τα άλλα θεωρούνται ότι υπάρχουν μόνο στη συνείδηση του ατόμου. Η θεωρία αυτή βρίσκεται σε αντίφαση με όλη την… … Dictionary of Greek